ἐπιβᾶσιν

ἐπιβᾶσιν
ἐπιβαίνω
go upon
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίβασιν — ἐπίβασις stepping upon fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίβαση — η (AM ἐπίβασις) [επιβαίνω] βάτεμα, οχεία αρχ. μσν. 1. άφιξη, είσοδος 2. η επιφάνεια στην οποία στηρίζονται τα πόδια για να σταθεί ή να βαδίσει κάποιος («ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτόν», ΠΔ) 3. η κάθοδος τού Χριστού στον Άδη μσν. αντικανονική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”